-
1 σοβαρός
σοβαρός, eigtl. von rascher Bewegung, schnell, heftig, flüchtig, leicht; Ar. Ach. 644, u. öfter; adv., Pax 83; vom Pferde, καὶ ϑυμοειδής, Xen. de re equ. 10, 17; σοβαρὸν καὶ ὀλιγωρὸν αὐτοῠ τὸν τρόπον ὄντα, Dem. 59, 37, hochfahrend, vornehm thuend; so auch adv., σοβαρῶς ἐπιέναι τοῖς ὑπεναντίοις, Pol. 3, 72, 13, vgl. 11, 1, 4. 15, 12, 7; oft in der Anth.: Ggstz von δουλίς, Rufin. 1 (V, 18); ταρσοί, 37 (V, 27); bes. tadelnd, hoffärtig, eitel; αὐχένες, stolzer Nacken, 38 (V, 28), ὀφρύες 22 (V, 92); σοβαρὴ ϑεράπαινα, Agath. 8 (V, 294); βαλάνισσα, Ep. ad. 64 (V, 82); 'Ροδόπη, Iren. 1 (V, 249), u. sonst oft; σοβαρὸς τῇ χαίτῃ, Luc. Zeux. 5; γυνὴ σοβαρὰ καὶ πανηγυρική, Plut. Lucull. 6. Aber σοβαρωτέρᾳ τιμῇ ist = um einen höhern Preis, Ael. H. A. 16, 32; vom Triumphzuge, stattlich, prächtig, Plut. Sull. 33; σοβαρῶς καὶ μεγαλοπρεπῶς Ael. H. A. 11, 4, u. sonst.
-
2 βλάξ
A stolid, stupid, Pl.Grg. 488a;β. καὶ ἠλίθιος X.Cyr. 1.4.12
;β. καὶ ἄφρων Arist.EE 1247a18
;θεὸς κολάζει τοὺς βλᾶκας X.Oec.8.16
, cf. Plb. 16.22.5;β. ἄνθρωπος Heraclit.87
: usually of persons, but β. ἵππος, opp. θυμοειδής, X.Eq.9.12: [comp] Comp. βλακότερος or- ώτερος Id.Mem.4.2.40
: [comp] Sup. βλακότατος or - ώτατος (but - ίστατος ap.Ath.) ib.3.13.4.II name of a fish, ὃς ἐν τῷ συνουσιάζειν δυσαπολύτως ἔχει, Erot. s.v. βλακεύειν. (Perh. βλᾱ- < μλᾱ-, cf. Skt. ml[amacracute]yati 'become soft', μαλακός: Hsch., ἀπό τινος ἰχθύος δασώδους (leg. δυσώδους).) -
3 φιλοκίνδυνος
φῐλο-κίνδῡνος, ον,A fond of danger, adventurous, X.An.2.6.7, Cyr.2.1.22, D.11.22;ἐπίπονος καὶ φ. βίος Isoc.10.17
;θυμοειδὴς καὶ φ. Plu.Arist.17
: [comp] Comp., Luc.Peregr.23: [comp] Sup.,πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος X.An.1.9.6
:τὸ φ.
adventurousness,Plu.
2.966a, Luc.DMort.14.5, etc.: Adv.- νως X.Smp.4.33
, OGI248.39 (Pergam., ii B. C.);φ. ἔχειν Aristid.1.394J.
: [comp] Comp.- ότερον Onos.1.24
.2 in bad sense, foolhardy,- ότατος πάντων ἀνθρώπων εἶ D.20.145
, cf. Ael.VH12.23, Lib.Ep.14.2. Adv.- νως Luc.DMort. 19.2
;διετέθησαν Isoc.8.97
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοκίνδυνος
-
4 βλάξ
βλάξ ( βλάζω, od. besser mit E. M. u. Buttm. Lexil. II S. 262 = μαλακός), gen. βλᾱκός, schlaff, lässig, träge, bes. geistig, nicht regsam, dumm, VLL. ἀναίσϑητος, μωρός; Plat. Gorg. 488 a; καὶ ἠλίϑιος Xen. Cyr. 1, 4, 18; ἵππος, dem ϑυμοειδής entggstzt, Equ. 9, 12; Pol. 16, 22; superl. βλακίστατος Xen. Mem. 3, 13, 4, statt βλακώτατος zu schreiben, aus Ath. VII, 277 d. Vgl. auch βλακικός. – Bei Sp. = weichlich, schwelgerisch, VLL.
-
5 лихой
лихой 1επ., βρ: лих, -а, -о(παλ. κ. απλ.) κακός, κακούργος, μοχθηρός, κακεντρεχής, κοκοήθης. || δύσκολος, χαλεπός, βαρύς, ζόρικος.εκφρ.-а беда начало ή начать – κάθε αρχή και δύσκολη.лихой 2επ., βρ: лих, -а, -о.1. τολμηρός, άφοβος, γενναίος, παλικαρίσιος• θαρραλέος.2. γρήγορος, ολοταχύς• ακάθεκτος, ορμητικός, λάβρος, θυμοειδής.3. ζωηρός, έντονος.4. ευκίνητος, σβέλτος, επιδέξιος• δεινός, δαιμόνιος. -
6 θυμικός
A high-spirited, of the dog, Arist.HA 488b21:τὸ ἄρρεν -ώτερον Id.PA 661b33
: [comp] Sup., D.C.49.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμικός
См. также в других словарях:
θυμοειδής — ές (Α θυμοειδής, ές) 1. ορμητικός, ζωηρός 2. οξύθυμος 3. (στην πλατ. φιλοσ.) το ουδ. ως ουσ. το θυμοειδές το ένα από τα τρία επίπεδα τής ψυχής, σε αντιδιαστολή προς το επιθυμητικό και το λογιστικό αρχ. 1. (αντίθ. τού άθυμος) αναπτερωμένος,… … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
εύθυμος — η, ο (ΑΜ εὔθυμος, ον) 1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, ο ευδιάθετος 2. αυτός που προκαλεί ευθυμία, ο αστείος («εύθυμα λόγια») νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε ελαφρά μέθη, ο κεφάτος μσν. γενναίος («ἄπιθι, τέκνον εὔθυμον, μὴ δειλιάσεις ὅλως»,… … Dictionary of Greek